- κεραμοπωλεῖον
- κεραμοπωλεῖονpottery-marketneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεραμοπωλείο — το (ΑΜ κεραμοπωλεῑον) [κεραμοπώλης] κατάστημα πώλησης κεραμιδιών ή, γενικά, ειδών κεραμικής … Dictionary of Greek